- ληξιαρχείο
- Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με την τήρηση βιβλίων τα οποία ονομάζονται ληξιαρχικά και στα οποία καταχωρούνται τα γεγονότα που αφορούν την προσωπική κατάσταση κάθε προσώπου: γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμοι, θάνατοι. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, κάθε δήμος και κάθε κοινότητα αποτελούν ξεχωριστή ληξιαρχική περιφέρεια όπου λειτουργεί ειδική υπηρεσία για τον σκοπό αυτό.
Στο εξωτερικό, τα ληξιαρχικά καθήκοντα που αφορούν τους Έλληνες υπηκόους εκτελούνται από τους εκεί διπλωματικούς πράκτορες ή προξενικούς υπαλλήλους. Εκείνοι που εκτελούν ληξιαρχικά καθήκοντα υπάγονται, ως προς αυτά, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και εποπτεύονται από την εισαγγελική αρχή.
Τα ληξιαρχικά βιβλία έχουν απόλυτη αποδεικτική δύναμη (εκτός αν θεωρηθούν πλαστά) ως προς τα γεγονότα για τα οποία ο ληξίαρχος έλαβε άμεση γνώση, ενώ τα γεγονότα που δήλωσαν οι ενδιαφερόμενοι ισχύουν έως ότου αποδειχτεί το αντίθετο. Για τη διόρθωση ληξιαρχικής πράξης απαιτείται δικαστική απόφαση, όπως και για τη βεβαίωση του γεγονότος για το οποίο δεν έχει συνταχθεί ληξιαρχική πράξη έγκαιρα, προκειμένου να καταχωρηθεί στα ανάλογα βιβλία.
Ο νόμος ορίζει τα πρόσωπα που έχουν υποχρέωση να δηλώσουν τα γεγονότα για τα οποία απαιτείται σύνταξη ληξιαρχικής πράξης: πατέρας, μαιευτήρας ή μαία, ιερέας για τις βαπτίσεις, πλησιέστεροι συγγενείς, καθώς και κάθε παρευρισκόμενο πρόσωπο για τους θανάτους, για τους οποίους απαιτείται και σχετικό πιστοποιητικό γιατρού. Τα στοιχεία της δήλωσης ορίζονται από τον νόμο. Για τις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης καταγράφεται και το όνομα εκείνου που κάνει τη δήλωση εκτός από τον τόπο, την ώρα, το όνομα και το φύλο του νεογνού, καθώς και το όνομα, το επάγγελμα και το θρήσκευμα των γονέων.
* * *το (Α ληξιαρχεῑον) [ληξίαρχος]νεοελλ.η υπηρεσία και το κατάστημα σε κάθε δήμο και σε κάθε κοινότητα, στο οποίο τηρούνται και φυλάσσονται τα ληξιαρχικά βιβλίααρχ.(κατά τόν Ησύχ.) «γραμματεῑον εἰς ὃ τοὺς νόμους ἐνέγραφον».
Dictionary of Greek. 2013.